διδακτήριον

διδακτήριον
διδακτήριος
proof
masc/fem acc sg
διδακτήριος
proof
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διδακτήριος — ια, ο (Α ος, ον) [διδάσκω] διδακτικός* νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριο σχολικό κτήριο αρχ. το ουδ. ως ουσ. το διδακτήριο απόδειξη («ἀλλ αὐτὸ το πρῆγμα ἐπικαιρότατόν ἐστιν διδακτήριον», Ιπποκρ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”